Η Δημοτική Αγορά Κυψέλης αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα ισχυρά τοπόσημα της πόλης, ιδιαιτέρως δε του 6ου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Αθηναίων, στο οποίο και υπάγεται διοικητικά. Το 1884, όταν εκδιδόταν το διάταγμα για τη ρυμοτομία και την εφαρμογή του σχεδίου πόλης στην Κυψέλη, οι συντάκτες του δεν ήταν δυνατό να προβλέψουν τι θα συνέβαινε μισόν αιώνα αργότερα, εκεί όπου οι ίδιοι τοποθετούσαν απλόχερα μια πλατεία και την πρασιά της, ούτε βεβαίως να φανταστούν ότι η περιοχή με τα πλούσια ελαιοπερίβολα γνωστών αθηναϊκών οικογενειών θα μετατρεπόταν σε κοσμοπολίτικη, έχοντας στο επίκεντρό της μια δημοτική αγορά.
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της όγδοης δεκαετίας του προπερασμένου αιώνα, όταν ο Δήμος Αθηναίων καταλάμβανε τον χώρο προκειμένου να δημιουργήσει μια πλατεία που θα έβλεπε στο ρέμα της Φωκίωνος Νέγρη. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες συνέχισαν να νέμονται την περιουσία τους και να δρέπουν την παραγωγή των περιβολιών τους, τα οποία ποτίζονταν από το παρακείμενο ρέμα. Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο μικροϊδιοκτήτης Βασίλειος Χαλκιάς, ο οποίος ξεκίνησε δικαστικό αγώνα προκειμένου να αποζημιωθεί για το οικόπεδό του, συνολικής έκτασης περίπου 560 τετραγωνικών μέτρων. Ο αγώνας του κράτησε περίπου τέσσερις δεκαετίες, αφού εν τέλει αποζημιώθηκε το 1927!
Μια εποχή κατά την οποία η Κυψέλη, λόγω του υγιεινού κλίματός της και της γειτνίασης με το κέντρο της πόλης, είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της οικοδομικής και οικονομικής ανάπτυξης. Μόνον το σχέδιο πόλης επεκτάθηκε κατά 4.400.000 τετραγωνικά μέτρα, εκ των οποίων 224.000 τετραγωνικά μέτρα στην ευρύτερη περιοχή (Κυψέλη, Γαλάτσι, Νταμάρια)!
Λίγα χρόνια αργότερα (1934) δήμαρχος Αθηναίων θα εκλεγεί ο Κώστας Κοτζιάς, ο οποίος προγραμμάτισε ένα δίκτυο 13 αγορών σε ισάριθμες αθηναϊκές συνοικίες και στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Ανάμεσά τους και η Δημοτική Αγορά Κυψέλης, η οποία σχεδιάστηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων υπό την εποπτεία του διευθυντή Ηλία Κριμπά.
Η εξαγγελία ανέγερσης της Αγοράς, η οποία εντάχθηκε στο τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων το 1935, συνοδεύτηκε από άκρως ενδιαφέρουσα οικονομοτεχνική μελέτη. Μεταξύ των χρήσεων προβλέπονταν κρεοπωλεία, λαχανοπωλεία, ιχθυοπωλεία, ορνιθοπωλεία, ουζοπωλείο, εδωδιμοπωλεία, αλλαντοπωλείο, τηλέφωνο «διά το κοινόν», κουρείο, είδη καγκελαρίας, γραφείο αγορανομίας, καφενείο, πρατήριο χάρτου αλλά και εγκατάσταση μικροπωλητών στα εξωτερικά μικρά μαγαζάκια. Πριν απ' όλα όμως και για την εφαρμογή των σχεδίων έπρεπε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη γη. Επιλέχθηκε λοιπόν ο χώρος ο οποίος είχε χαρακτηριστεί ως κοινόχρηστος 50 χρόνια νωρίτερα. Σε ποιον όμως ανήκε η γη στην οποία έμελλε να ανεγερθεί η Αγορά;
Το μεγαλύτερο τεμάχιο γης, έκτασης περίπου έξι στρεμμάτων, ανήκε στη γνωστή αθηναϊκή και εύπορη οικογένεια του Χρήστου Σ. Βουζίκη. Όταν η κόρη του Άννα παντρεύτηκε (1874), έδωσε το κτήμα αυτό ως προίκα στον σύζυγό της, τον καταγόμενο από την Πελοπόννησο καπνέμπορο Παναγιώτη Γ. Πανόπουλο. Η ιδιοκτησία τους συνόρευε με τις περιουσίες σημαντικών κτηματιών, ανατολικά με τον Συμεών Γαλάτη, της οικογένειας που έδωσε το επώνυμό της στο Γαλάτσι, όπου έφτανε και το τεράστιο κτήμα της. Προς μεσημβρία συνόρευε με τον Δημήτρη Μάνδρα αλλά και τον Μιχαήλ Καλλιφρονά, του οποίου το κτήμα ήταν επίσης μεγάλο και έφτανε ως την περιοχή της στάσης και της οδού Καλλιφρονά. Δυτικά το κτήμα Πανόπουλου συνόρευε με το κτήμα του Κωνσταντίνου Κανάρη, του οποίου η έκταση ήταν ικανή προτού αρχίσει τις τμηματικές πωλήσεις του.
Το μεγαλύτερο λοιπόν τμήμα της Αγοράς, περίπου 1.235 τετραγωνικά μέτρα, που περικλείονταν από τις οδούς Σποράδων, Σύρου και Ζακύνθου, ανήκε στην πολυμελή οικογένεια που άφησε πίσω του ο Παν. Πανόπουλος, και το υπόλοιπο τμήμα, λίγων δεκάδων μέτρων προς την οδό Φωκίωνος Νέγρη, στην οικογένεια Λουκά Αθ. Μπάρλα. Μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβανόταν και ο διαπρεπής δικαστικός Γεώργιος Πανόπουλος, ο οποίος διετέλεσε αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Αρείου Πάγου (1933-1941). Η παρέμβαση και οι ενέργειές του υπήρξαν καθοριστικές για τη γρήγορη και επωφελή και για τις δύο πλευρές (δήμος - ιδιοκτήτες) επίλυση της διαφοράς.
Oι αποζημιώσεις
Το 1936, που ολοκληρώθηκαν οι πράξεις, οι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν με 1.000 δραχμές τον τετραγωνικό πήχη. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι το μικρό αυτό κτήμα μεταβιβάστηκε στον Δήμο Αθηναίων «μετά του εν αυτώ ανήκοντος ποτιστικού ύδατος», το οποίο λαμβανόταν από το παρακείμενο ρέμα!
Το συνολικό κόστος ανέγερσης της Αγοράς Κυψέλης ανήλθε σε 3.800.000 δραχμές και το έργο ολοκληρώθηκε τους πρώτους μήνες του 1937. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 4 Αυγούστου 1937, παρουσία του Ιωάννη Μεταξά. Η πραγματική λειτουργία της Αγοράς ξεκίνησε μετά την ολοκληρωμένη δημοπράτηση των καταστημάτων, στις αρχές Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Επί μισόν αιώνα η λειτουργία της Δημοτικής Αγοράς δέσποζε στην περιοχή και στη νεοκατασκευασμένη λεωφόρο Φωκίωνος Νέγρη το ρέμα που σκεπάστηκε την ίδια εποχή. Η Κυψέλη φάνταζε σαν ονειρεμένη πολιτεία και η Αγορά της, χαρακτηριστικό κτίσμα του αποκαλούμενου μοντέρνου κινήματος, έγινε το σημείο αναφοράς της καθημερινής ζωής.
Η ανάπτυξη των πολυκαταστημάτων έμελλε να προαναγγείλει και την παρακμή της λειτουργίας της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης, η οποία άρχισε τις δεκαετίες 1980-1990 αφήνοντας πίσω μια για πάντα τον μεσοπολεμικό χαρακτήρα της. Το τελευταίο κατάστημα της Αγοράς έκλεισε το 2002 και από τότε παρέμεινε κλειστή ως το 2006. Έναν χρόνο νωρίτερα, το 2005, το κτίριο κρίθηκε διατηρητέο με υπουργική απόφαση, ως εξαιρετικό δείγμα δημόσιου κτιρίου. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες αξιοποιήσεώς του.
Από τον
Ελευθέριο Σκιαδά
Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»
http://www.dimokratianews.gr
Όλα ξεκίνησαν στα μέσα της όγδοης δεκαετίας του προπερασμένου αιώνα, όταν ο Δήμος Αθηναίων καταλάμβανε τον χώρο προκειμένου να δημιουργήσει μια πλατεία που θα έβλεπε στο ρέμα της Φωκίωνος Νέγρη. Ωστόσο, οι ιδιοκτήτες συνέχισαν να νέμονται την περιουσία τους και να δρέπουν την παραγωγή των περιβολιών τους, τα οποία ποτίζονταν από το παρακείμενο ρέμα. Ο μόνος που αντέδρασε ήταν ο μικροϊδιοκτήτης Βασίλειος Χαλκιάς, ο οποίος ξεκίνησε δικαστικό αγώνα προκειμένου να αποζημιωθεί για το οικόπεδό του, συνολικής έκτασης περίπου 560 τετραγωνικών μέτρων. Ο αγώνας του κράτησε περίπου τέσσερις δεκαετίες, αφού εν τέλει αποζημιώθηκε το 1927!
Μια εποχή κατά την οποία η Κυψέλη, λόγω του υγιεινού κλίματός της και της γειτνίασης με το κέντρο της πόλης, είχε βρεθεί στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος και της οικοδομικής και οικονομικής ανάπτυξης. Μόνον το σχέδιο πόλης επεκτάθηκε κατά 4.400.000 τετραγωνικά μέτρα, εκ των οποίων 224.000 τετραγωνικά μέτρα στην ευρύτερη περιοχή (Κυψέλη, Γαλάτσι, Νταμάρια)!
Λίγα χρόνια αργότερα (1934) δήμαρχος Αθηναίων θα εκλεγεί ο Κώστας Κοτζιάς, ο οποίος προγραμμάτισε ένα δίκτυο 13 αγορών σε ισάριθμες αθηναϊκές συνοικίες και στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί. Ανάμεσά τους και η Δημοτική Αγορά Κυψέλης, η οποία σχεδιάστηκε από τις τεχνικές υπηρεσίες του Δήμου Αθηναίων υπό την εποπτεία του διευθυντή Ηλία Κριμπά.
Η εξαγγελία ανέγερσης της Αγοράς, η οποία εντάχθηκε στο τεχνικό πρόγραμμα του Δήμου Αθηναίων το 1935, συνοδεύτηκε από άκρως ενδιαφέρουσα οικονομοτεχνική μελέτη. Μεταξύ των χρήσεων προβλέπονταν κρεοπωλεία, λαχανοπωλεία, ιχθυοπωλεία, ορνιθοπωλεία, ουζοπωλείο, εδωδιμοπωλεία, αλλαντοπωλείο, τηλέφωνο «διά το κοινόν», κουρείο, είδη καγκελαρίας, γραφείο αγορανομίας, καφενείο, πρατήριο χάρτου αλλά και εγκατάσταση μικροπωλητών στα εξωτερικά μικρά μαγαζάκια. Πριν απ' όλα όμως και για την εφαρμογή των σχεδίων έπρεπε να εξασφαλιστεί η απαραίτητη γη. Επιλέχθηκε λοιπόν ο χώρος ο οποίος είχε χαρακτηριστεί ως κοινόχρηστος 50 χρόνια νωρίτερα. Σε ποιον όμως ανήκε η γη στην οποία έμελλε να ανεγερθεί η Αγορά;
Το μεγαλύτερο τεμάχιο γης, έκτασης περίπου έξι στρεμμάτων, ανήκε στη γνωστή αθηναϊκή και εύπορη οικογένεια του Χρήστου Σ. Βουζίκη. Όταν η κόρη του Άννα παντρεύτηκε (1874), έδωσε το κτήμα αυτό ως προίκα στον σύζυγό της, τον καταγόμενο από την Πελοπόννησο καπνέμπορο Παναγιώτη Γ. Πανόπουλο. Η ιδιοκτησία τους συνόρευε με τις περιουσίες σημαντικών κτηματιών, ανατολικά με τον Συμεών Γαλάτη, της οικογένειας που έδωσε το επώνυμό της στο Γαλάτσι, όπου έφτανε και το τεράστιο κτήμα της. Προς μεσημβρία συνόρευε με τον Δημήτρη Μάνδρα αλλά και τον Μιχαήλ Καλλιφρονά, του οποίου το κτήμα ήταν επίσης μεγάλο και έφτανε ως την περιοχή της στάσης και της οδού Καλλιφρονά. Δυτικά το κτήμα Πανόπουλου συνόρευε με το κτήμα του Κωνσταντίνου Κανάρη, του οποίου η έκταση ήταν ικανή προτού αρχίσει τις τμηματικές πωλήσεις του.
Το μεγαλύτερο λοιπόν τμήμα της Αγοράς, περίπου 1.235 τετραγωνικά μέτρα, που περικλείονταν από τις οδούς Σποράδων, Σύρου και Ζακύνθου, ανήκε στην πολυμελή οικογένεια που άφησε πίσω του ο Παν. Πανόπουλος, και το υπόλοιπο τμήμα, λίγων δεκάδων μέτρων προς την οδό Φωκίωνος Νέγρη, στην οικογένεια Λουκά Αθ. Μπάρλα. Μεταξύ των δικαιούχων περιλαμβανόταν και ο διαπρεπής δικαστικός Γεώργιος Πανόπουλος, ο οποίος διετέλεσε αντιπρόεδρος και πρόεδρος του Αρείου Πάγου (1933-1941). Η παρέμβαση και οι ενέργειές του υπήρξαν καθοριστικές για τη γρήγορη και επωφελή και για τις δύο πλευρές (δήμος - ιδιοκτήτες) επίλυση της διαφοράς.
Oι αποζημιώσεις
Το 1936, που ολοκληρώθηκαν οι πράξεις, οι ιδιοκτήτες αποζημιώθηκαν με 1.000 δραχμές τον τετραγωνικό πήχη. Ενδιαφέρουσα είναι η πληροφορία ότι το μικρό αυτό κτήμα μεταβιβάστηκε στον Δήμο Αθηναίων «μετά του εν αυτώ ανήκοντος ποτιστικού ύδατος», το οποίο λαμβανόταν από το παρακείμενο ρέμα!
Το συνολικό κόστος ανέγερσης της Αγοράς Κυψέλης ανήλθε σε 3.800.000 δραχμές και το έργο ολοκληρώθηκε τους πρώτους μήνες του 1937. Τα εγκαίνια πραγματοποιήθηκαν στις 4 Αυγούστου 1937, παρουσία του Ιωάννη Μεταξά. Η πραγματική λειτουργία της Αγοράς ξεκίνησε μετά την ολοκληρωμένη δημοπράτηση των καταστημάτων, στις αρχές Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Επί μισόν αιώνα η λειτουργία της Δημοτικής Αγοράς δέσποζε στην περιοχή και στη νεοκατασκευασμένη λεωφόρο Φωκίωνος Νέγρη το ρέμα που σκεπάστηκε την ίδια εποχή. Η Κυψέλη φάνταζε σαν ονειρεμένη πολιτεία και η Αγορά της, χαρακτηριστικό κτίσμα του αποκαλούμενου μοντέρνου κινήματος, έγινε το σημείο αναφοράς της καθημερινής ζωής.
Η ανάπτυξη των πολυκαταστημάτων έμελλε να προαναγγείλει και την παρακμή της λειτουργίας της Δημοτικής Αγοράς Κυψέλης, η οποία άρχισε τις δεκαετίες 1980-1990 αφήνοντας πίσω μια για πάντα τον μεσοπολεμικό χαρακτήρα της. Το τελευταίο κατάστημα της Αγοράς έκλεισε το 2002 και από τότε παρέμεινε κλειστή ως το 2006. Έναν χρόνο νωρίτερα, το 2005, το κτίριο κρίθηκε διατηρητέο με υπουργική απόφαση, ως εξαιρετικό δείγμα δημόσιου κτιρίου. Ήδη βρίσκονται σε εξέλιξη οι διαδικασίες αξιοποιήσεώς του.
Από τον
Ελευθέριο Σκιαδά
Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»
http://www.dimokratianews.gr
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου