Η Μαβίλη συνεχίζει τον θρύλο που δημιούργησε πριν δεκαετίες παραμένοντας η πιο αναλλοίωτη γωνιά της Αθήνας. Τα ποτάδικα, η καντίνα-σύμβολο (που μετακόμισε) και τα παγκάκια που έγραψαν ιστορία
{Από το περιοδικό «δ» που κυκλοφορεί με την «κυριακάτικη δημοκρατία»}
Υπάρχει στην Αθήνα μια πλατεία που, παρότι δεν είναι η μεγαλύτερη, η κεντρικότερη ή η πιο γκλαμουράτη, έχει καταφέρει να δημιουργήσει -και κυρίως, να συντηρήσει επί δεκαετίες- τον δικό της θρύλο, παρά τον αδυσώπητο ανταγωνισμό και την αέναη εναλλαγή στα στέκια της πόλης. Το αμείλικτο άγγιγμα του χρόνου έχει μεταμορφώσει την Αθήνα, από «μικροπρωτεύουσα» των δεκαετιών του '50 και του '60, όπως τη θυμούνται οι παλαιότεροι, σε μια μητρόπολη η οποία εδώ και πέντε δεκαετίες ψάχνει την ταυτότητά της, προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα σε αυτό που ήταν και σε αυτό που θέλει να γίνει.
Η προαναφερθείσα γωνιά της πόλης, πάντως, δείχνει να νιώθει καλά με αυτό που είναι, έχοντας καταφέρει να παραμείνει σε μεγάλο βαθμό ανέπαφη, παρότι όλα τριγύρω αλλάζουν με ρυθμούς... 21ου αιώνα. Συνεπώς, η θρυλική πλατεία Μαβίλη δικαιούται επάξια να διεκδικεί τον τίτλο του πλέον αυθεντικού στεκιού της Αθήνας. Άλλωστε, όπως κάθε εμβληματική συνοικία που σέβεται τον εαυτό της, έχει αποτελέσει στέκι ανήσυχων πνευμάτων από τον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων, ενώ δεν άφησε... αδιάφορους και τους πολιτικούς της νεότερης Ελλάδας. Στα ποτάδικα, στην καντίνα και στα παγκάκια της έχει γραφτεί ιστορία...
Ωστόσο, όπως εξηγεί στη «δημοκρατία» ο καθ' ύλην αρμόδιος για να μιλήσει για αυτήν, ο ιδιοκτήτης της -ιστορικής πια- καντίνας της Μαβίλη, Γιάννης Οικονομίδης, εν πολλοίς η πλατεία οφείλει αυτό που είναι σήμερα στους «ωραίους ξενύχτηδες», οι οποίοι εδώ και δεκαετίες την τιμούν αδιάκοπα. «Ο Αθηναίος ξενύχτης, τουλάχιστον αυτός που τις πρώτες πρωινές ώρες έρχεται στη Μαβίλη για να φάει κάτι το οποίο θα ''μαζέψει τα ξίδια'', ή αυτός που από νωρίς διασκεδάζει στα μαγαζιά της πλατείας είναι ωραίος τύπος» λέει.
Τι κι αν η καντίνα κατέβηκε οριστικά από τους τέσσερις τροχούς της και έχει πλέον κλειστεί σε τέσσερις τοίχους, μόλις λίγα μέτρα μακριά από εκεί όπου επί δυόμισι δεκαετίες έστεκε; Οι φανατικοί της παραμένουν πιστοί. «Εδώ έχουν γνωριστεί, έχουν σμίξει και έχουν χωρίσει ζευγάρια» περιγράφει ο ίδιος, σημειώνοντας ότι στην τελευταία κατηγορία άνηκε και ο στιχουργός Κώστας Λειβαδάς, ο οποίος το 1997 έγραψε την επιτυχία «Σαν να μην πέρασε μια μέρα», που τραγούδησε ο Γιώργος Δημητριάδης. «Το τραγούδι είναι αυτοβιογραφικό. Ο Λειβαδάς ήταν θαμώνας της πλατείας. Ένα βράδυ, λοιπόν, είδε κάποια πρώην του μαζί με ''ένα ψώνιο'' να τρώνε στη Μαβίλη. Αφού παρήγγειλε, πήρε ένα στυλό και σε μια χαρτοπετσέτα από την καντίνα έγραψε τους στίχους. Το τραγούδι έγινε επιτυχία, ακούγεται μέχρι και σήμερα -18 χρόνια μετά- και, μαζί με αυτό, ακούγεται και η καντίνα της Μαβίλη» θυμάται ο κ. Οικονομίδης.
Λίγα μέτρα πιο κάτω, στον αριθμό 7 της Σούτσου, βρίσκεται ένα από τα παλαιότερα -αν όχι το παλαιότερο- ποτάδικα της Αθήνας, το Λώρας. Σε ό,τι αφορά το μαγαζί που πρωτοάνοιξε το 1967 και φέρει ως όνομα το επίθετο του ιδιοκτήτη του οι συστάσεις περιττεύουν. Ο γνωστός και μη εξαιρετέος Νίκος Λώρας έγραψε ιστορία στην αθηναϊκή νύχτα και έως το 2006 βρισκόταν αδιάκοπα πίσω από την μπάρα του μικρού μαγαζιού με την τεράστια παράδοση στη διασκέδαση. «Αρχικά λειτούργησε ως καφέ-ζαχαροπλαστείο, ενώ έως και τη συνταξιοδότηση του Νίκου Λώρα δεν είχε ποτέ μουσική, με αποτέλεσμα να προσελκύει κόσμο με μια πνευματική ιδιαιτερότητα. Αποτελούσε κατεξοχήν σημείο συνάντησης και πολιτικής συζήτησης, πάντα με ιδιαίτερο ύφος» υποστηρίζει ο τωρινός ιδιοκτήτης και ανιψιός του «κυρίου Νίκου», Κώστας Λώρας.
Πολιτικοί, καλλιτέχνες, συγγραφείς και ποιητές έχουν κατά καιρούς καθίσει στα τραπεζάκια του Λώρας, έχουν συζητήσει και έχουν συχνά διαφωνήσει σε έντονο, αλλά πολιτισμένο ύφος, ενώ μέχρι και σήμερα εξακολουθούν να το επισκέπτονται κάποιοι από τους παλιούς θαμώνες του, οι οποίοι το θυμούνται εντελώς διαφορετικό, αλλά πάντα ξεχωριστό. «Το μαγαζί άλλαξε, ως φυσική συνέπεια της εποχής. Εξάλλου, ο χαρακτήρας και η φυσιογνωμία του θείου μου πίσω από την μπάρα είναι κάτι που δεν μπορεί να αναπαραχθεί. Ωστόσο, σήμερα έχουμε φροντίσει να κρατήσουμε κάποια εχέγγυα από το παρελθόν, όπως το οικείο περιβάλλον, το καλό σέρβις και το καθαρό ποτό», ένα τρίπτυχο που, σύμφωνα με τον κ. Λώρα, έχει βοηθήσει το λιλιπούτειο μπαρ να σταθεί όρθιο σε καιρούς δύσκολους.
Ανοιχτή... 24 ώρες το 24ωρο, η πλατεία που εξελίσσεται είναι πάντα ζωντανή. Το Flower, που άνοιξε ως καφέ-ζαχαροπλαστείο, αλλά από το 1973 λειτουργούσε ως ποτάδικο, μετακόμισε δύο νούμερα δίπλα και πλέον σερβίρει και φαγητό, ενώ το μικροσκοπικό μπαρ Μπρίκι -με ιστορία σχεδόν 20 ετών- έχει φιλοξενήσει τα τελευταία χρόνια ακόμη και παρέες πρωθυπουργών (όπως του Αντώνη Σαμαρά). Λίγο πιο πέρα, το θρυλικό ζαχαροπλαστείο Μικές έχει φτιάξει τόνους γλυκά στα 60 χρόνια λειτουργίας του.
Στα μέσα του '30, η πλατεία που γειτονεύει με τα προσφυγικά παίρνει το όνομα Στέγη Πατρίδος από το ομώνυμο ίδρυμα που έχει παραχωρήσει τα κτίσματα σε αστέγους. Το 1938, όμως, ο Δήμος Αθηναίων, τιμώντας τον ποιητή και βουλευτή Λορέντζο Μαβίλη, τοποθετεί την προτομή του στην πλατεία και της δίνει το όνομά του. Είκοσι χρόνια αργότερα, η περιοχή έχει μεταμορφωθεί, καθώς χτίζονται οι πρώτες αριστοκρατικές πολυκατοικίες, όπου μετακομίζουν πλούσιοι αστοί, και έτσι εμφανίζονται τα πρώτα μαγαζιά: τα ζαχαροπλαστεία Μικές το 1954 και το ζαχαροπλαστείο των αδελφών Γαϊτανάκη το 1956, ο Λώρας το 1967 και το Flower το 1972, που είναι η μετεξέλιξη του ζαχαροπλαστείου Γαϊτανάκη. Οι μεγάλες δόξες της πλατείας έρχονται στις δεκαετίες του '80 και του '90, όταν στα μαγαζιά και τα παγκάκια της συχνάζουν καλλιτέχνες και διανοούμενοι, όπως ο Νίκος Καρούζος, ενώ εδώ καταλήγει η νεολαία, τις πρώτες πρωινές ώρες, όπου κι αν έχει πάει νωρίτερα για να διασκεδάσει. Στην πραγματικότητα, η Μαβίλη είναι το πρώτο «after» της πρωτεύουσας!